Русско-новогреческий словарь - тяжелый
Перевод с русского языка тяжелый на греческий
прил
1. βαρύς:
~ груз τό βαρύ φορτίο· ~ чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·
2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):
~ое наказание ἡ βαρειά ποινή· ~ая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· ~ая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· ~ое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·
3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:
~ труд ὁ βαρύς κόπος· ~ая работа ἡ βαρειά ἐργασία· ~ая задача τό δύσκολο καθήκο·
4. (серьезный) σοβαρός:
~ая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·
5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:
~ое зрелище τό λυπηρό θέαμα· ~ое чувство τό βαρύ αίσθημα· ~ день ἡ βαρειά ἡμέρα· ~ые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ ~ая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· ~ая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· ~ танк βαρύ ἄρμα μάχης· ~ое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· ~ое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· ~ сон ὁ βαρύς ὑπνος· ~ая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· ~ шаг τό βαρύ βήμα ~ нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· ~ на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· ~ воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· ~ая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· ~ая рука τό βαρύ χέρι· с ~-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά.